-
1 образование
1. (действие) η ίδρυση, η θεμελίωση, η εγκαθίδρυση, η δημιουργία 2. (результат) о σχηματισμός 3. (появление, создание) о σχηματισμός, η εμφάνιση, η διαμόρφωση 4. (обучение, просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηначальное - κατώτερη -, πρωτοβάθμια -среднее - μέση -, δευτεροβάθμια -5. (совокупность знаний, полученных в результатеобучения) η μόρφωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > образование
-
2 корка
1. (верхний отвердевший слой чего-л.) η κόρα, το φλόγωμα 2. (кожура) η φλούδα, ο φλοιός 3. (на ране) το κάρκαδο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корка
-
3 ледник
1. (масса движущегося льда) о παγετώνας 2. (погреб, специальный шкаф, помещение) η αποθήκη/ο χώρος συντήρησης του πάγου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ледник
-
4 колка
-и θ.σχίσιμο, κόψιμο, σπάσιμο•дров σχίσιμο καυσόξυλων•
колка льда σπάσιμο του πάγου.
-
5 подвижка
-и θ.μετακίνηση, μετατόπιση•подвижка льда μετακίνηση του πάγου.
-
6 разлом
-а α.1. σπάσιμο, τσάκισμα, θραύση•разлом льда σπάσιμο του πάγου.
2. ράγισμα, σκάσιμο•линия разлома γραμμή ραγισματος.
-
7 скалывание
-я ουδ.1. σπάσιμο• απόσπαση•скалывание льда с тротуара σπάσιμο του πάγου στο πεζοδρόμιο.
2. καρφίτσωμα.3. τρύπημα. -
8 скол
-а α.1. σπάσιμο, θραύση•скол льда с тротуара σπάσιμο του πάγου στο πεζοδρόμιο.
2. βλ. сколок.3. αθρσ. κομμάτια σπασμένα• θραύσματα. -
9 слой
слоя, προθτ. в слое к, в слою, πλθ. слой, слоев α.1. στρώμα, διάστρωμα•-й атмосферы τα στρώματα της ατμόσφαιρας•
слой льда στρώμα πάγου•
слой жира στρώμα λίπους•
сланцы расположены -ями οι σχιστόλιθοι κείτονται κατά στρώματα.
|| μτφ. σειρά• ταινία•слой впечатлений σειρά εντυπώσεων.
2. μτφ. κοινωνικό στρώμα•широкие -й населения πλατιά στρώματα του πληθυσμού•
интеллигентные -й общества το κοινωνικό στρώμα των διανοουμένων•
высшие -й общества τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας.
-
10 треск
-а α.1. τρίξιμο, τριγμός•треск льда τρίξιμο το πάγου.
|| κρότος•треск ружейных выстрелов ο κρότος των πυροβολισμών•
пулемётный треск ο κρότος των πολυβόλων•
треск мотора κρότος του κινητήρα•
треск грома η βροντή, το μπουμπούνισμα•
треск барабана το τυμπάνισμα•
треск кузнечника τριζόνισμα.
2. μτφ. θόρυβος, φασαρία• πάταγος.3. μτφ. μεγαληγορία, μεγαλορρημοσύνη• μαγαλαυχία.εκφρ.с -ом провалиться – αποτυχαίνω παταγωδώς•с -ом выгнать – διώχνω κακήν-κακώς.